- πάθος
- Κάθε πάθηση του οργανισμού. Λέγεται επίσης κάθε πάθημα, συμφορά, περιπέτεια αλλά και κάθε ακατανίκητη επιθυμία, ορμή, σαρκική ακράτεια. Στην Ψυχολογία π. λέγεται η συνεχής διάθεση ενός ανθρώπου για την επικράτηση κάποιας επιθυμίας του. Στην Τέχνη, η έκφραση του π. δεν παρουσιάζεται σε όλες τις περιόδους της καλλιτεχνικής ανάπτυξης των λαών. Στην αρχαία αιγυπτιακή τέχνη, για παράδειγμα, καθώς και στην αρχαϊκή και κλασική ελληνική, δεν υπάρχει π. Αντίθετα η ελληνιστική τέχνη είναι η κατ» εξοχήν τέχνη του π. Στη Μουσική, π. ονομάζεται ένα είδος σύνθεσης, τύπου oρατόριου, που βασίζεται στα 4 Ευαγγέλια. Τέλος, στη Ρητορική, π. ονομάζεται η τεχνική του ρήτορα που αποβλέπει στο να συγκινήσει τον ακροατή.
Πάθη Σωτήρος. Έτσι ονομάζονται όσα, κατά τα Ευαγγέλια, έπαθε ο Ιησούς, υπέρ της ανθρωπότητας, στις τελευταίες, πριν από τον θάνατό του, ημέρες. Στην ανάμνηση των παθών του, που στην εκκλησιαστική γλώσσα λέγονται άγια, σεπτά και άχραντα, αναφέρονται τα τροπάρια στις εκκλησίες τη Μεγάλη Εβδομάδα, από τη Μεγάλη Δευτέρα μέχρι τα μεσάνυχτα του Μεγάλου Σαββάτου, οπότε αρχίζει η ακολουθία της Ανάστασης. Η κυριότερη ημέρα των Παθών του Σωτήρα είναι η Μεγάλη Παρασκευή, ημέρα κορύφωσης των παθών του Ιησού και του θανάτου του.
Τα Π.Σ. ενέπνευσαν πολυάριθμα έργα τέχνης, κυρίως ζωγραφικής και γλυπτικής. Σε μια μάλιστα περίοδο, η δυτικοευρωπαϊκή ζωγραφική κυριαρχείται από έργα του είδους. Αλλά και οι βυζαντινοί καλλιτέχνες εμπνεύσθηκαν ιδιαίτερα από τα Πάθη, κυρίως οι ζωγράφοι φορητών εικόνων.
Η «Λύτρωση», ψηφιδωτό στον Άγιο Μάρκο της Βενετίας. Ο Ιησούς λυτρώθηκε από τα πάθη με την τελική Ανάσταση.
Γερμανικό ανάγλυφο εμπνευσμένο από τα πάθη του Ιησού, έργο άγνωστου καλλιτέχνη.
* * *το (ΑΜ πάθος)1. αυτό που υποφέρει, παθαίνει κανείς, και γενικά καθετί που συμβαίνει σε κάποιον, συμβάν («νῡν δὲ τὰ ἐν τῷ ἀνθρωπίνῳ βίῳ πάθη τε καὶ εἴδη», Πλάτ.)2. οργανική ή ψυχική βλάβη, ασθένεια, αρρώστια3. στον πληθ. τα πάθηβαριές σωματικές ταλαιπωρίες ή ψυχικές οδύνες, περιπέτειες, ταλαιπωρίες, βάσανα («τα Πάθη τού Ιησού Χριστού» — η σύλληψη και η σταύρωση τού Σωτήρος)4. ισχυρή συναισθηματική κίνηση τού θυμικού, έντονη ψυχική ορμή, δυνατό συναίσθημα, όπως η οργή, το μίσος, ο φθόνος, ο έρωτας κ.λπ. (α. «τήν αγαπά με πάθος» β. «λέγω δὲ πάθη... ὅλως οἷς ἕπεται ἡδονὴ ἢ λύπη», Αριστοτ.)5. θερμή συναισθηματική εκδήλωση, θέρμη τού λόγου που προκαλεί έντονη συγκίνηση (α. «μίλησε με πάθος» β. «τὸ σφοδρὸν και ἐνθουσιαστικὸν πάθος», Λογγίν.)6. γραμμ. μεταβολή, μετατροπή φθόγγου, θέματος ή κατάληξης («τα πάθη τών φωνηέντων»)νεοελλ.1. στον πληθ. τα αφροδίσια νοσήματα2. έντονη και επίμονη ροπή τής βουλήσεως για κάτι, ακατανίκητη επιθυμία, λαχτάρα («το πάθος τής χαρτοπαιξίας»)3. εμπάθεια, δυσμένεια, εχθρική διάθεση («έχει πάθος εναντίον μου»)4. φρ. α) «η εβδομάδα τών Παθών» — η Μεγάλη Εβδομάδαβ) «τράβηξε τού λιναριού τα πάθη» ή «τράβηξε τού Ιησού Χριστού τα πάθη» — υπέστη ανεκδιήγητα βάσανααρχ.1. τυχαίο, απροσδόκητο πάθημα, σύμβαμα, συμβάν2. δυστύχημα, ατύχημα, συμφορά («τὰ τῆς Νιόβης πάθη», Πλάτ.)3. μεγάλη ήττα, καταστροφή («πάθος μέγα Πέρσας πεπονθότας», Ηρόδ.)4. ανεπανόρθωτη βλάβη, θάνατος («μέγα τὸ τῆς θυγατρὸς πάθος», Ηρόδ.)6. (στους Επικουρείους) η αίσθηση («ἀκουστικὸν πάθος», Επίκ.)7. διάθεση, θέση, κατάσταση («τὸ τῆς παντοδαπῆς ἀγνοίας πάθος», Πλάτ.)8. φυσικό φαινόμενο, όπως π.χ. ο σεισμός («τὰ περὶ τὸν οὐρανόν τε καὶ τὴν γῆν πάθη», Πλάτ.)9. (στη λογ.) τα συμβεβηκότα, οι ιδιότητες τών πραγμάτων σε αντιδιαστολή προς την ουσία10. (στη φυσ. και τα μαθηματ.) η ιδιότητα τής αλλοιώσεως, τής μεταβολής τών σωμάτων («γεωμετρία περὶ τὰ συμβεβηκότα πάθη τοῑς μεγέθεσι», Αριστοτ.)11. γραμμ. η μεταβεβλημένη, τροποποιημένη σύνταξη12. (στη γραφή) σημεία διαφορετικά τού τόνου και τού πνεύματος, όπως είναι λ.χ. η ἀπόστροφος, η ὑφέν, η ὑποδιαστολή.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πăθ- τού πάσχω* (πρβλ. ἔ-παθ-ον)].
Dictionary of Greek. 2013.